Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

από συστολή

См. также в других словарях:

  • συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

  • χθες — χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. στο κοντινό… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • ντρέπομαι — ντράπηκα, αισχύνομαι, διστάζω από συστολή, νιώθω ντροπή: Πρέπει να ντρέπεσαι για όσα έκανες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»